ἐξεγείρει

ἐξεγείρει
ἐξεγείρω
awaken
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐξεγείρω
awaken
pres ind mp 2nd sg
ἐξεγείρω
awaken
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • повлачати — ПОВЛАЧА|ТИ (1*), Ю, ѤТЬ гл. Влечь, гнать: Вѣтръ сѣверъ повлачаеть ѡблакы (ἐξεγείρει) Пч н. XV (1), 136 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Βορέας — Προσωποποίηση του ανέμου βοριά στην ελληνική μυθολογία. Αναφέρεται ως γιος του Αστραία (ή του Τυφώνα) και της Ηούς και ισχυρότερος από τους τρεις αδελφούς του, τον Νότο, τον Εύρο και τον Ζέφυρο. Ο Β. συνδέεται στενά με τη Θράκη, τα όρη της και… …   Dictionary of Greek

  • Βορεάς — Προσωποποίηση του ανέμου βοριά στην ελληνική μυθολογία. Αναφέρεται ως γιος του Αστραία (ή του Τυφώνα) και της Ηούς και ισχυρότερος από τους τρεις αδελφούς του, τον Νότο, τον Εύρο και τον Ζέφυρο. Ο Β. συνδέεται στενά με τη Θράκη, τα όρη της και… …   Dictionary of Greek

  • δημεγέρτης — ο (AM δημεγέρτης, Μ και δημοεγέρτης) αυτός που εξεγείρει τον λαό, που προκαλεί λαϊκή εξέγερση. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + εγείρω] …   Dictionary of Greek

  • εθνεγέρτης — ο αυτός που εξεγείρει το έθνος σε εθνικούς, απελευθερωτικούς αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. έθνος + εγείρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Περικλή Καλαθάκη] …   Dictionary of Greek

  • εξεγείρω — (AM ἐξεγείρω) [εγείρω] 1. σηκώνω κάποιον, τόν κάνω να σηκωθεί από τη θέση του ή από τον ύπνο 2. διεγείρω, προκαλώ («μέλλων δὲ μέγαν ἐξεγείρειν πόλεμον») 3. εξοργίζω, προκαλώ αγανάκτηση («τα νέα μέτρα εξήγειραν τους πολίτες») 4. ξεσηκώνω κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • εξεγερτικός — ἐξεγερτικός, ή, όν (Μ) [εξεγείρω] αυτός που έχει τη δύναμη να εξεγείρει, να ανασταίνει («ἐξεγερτική νεκρῶν... ἡ δύναμις τοῡ Κυρίου») …   Dictionary of Greek

  • ορίντης — ὀρίντης, ὁ (Μ) [ορίνω] αυτός που εξεγείρει …   Dictionary of Greek

  • ορσιγύναικα — ὀρσιγύναικα, τὸν (Α) (μόνο στην αιτ.) (για τον Διόνυσο) αυτόν που εξεγείρει, που θέτει σε κίνηση τις γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + γυνή, γυναικός] …   Dictionary of Greek

  • παρακινητής — ο, Ν Μ [παρακινώ] άτομο που παρακινεί, εξεγείρει, παροτρύνει κάποιον σε κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”